- ριψάσπιδος
- -ον, Αρίψασπις.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥιψάσπιδος — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem gen sg ῥιψάσπιδος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψάσπιδον — ῥιψάσπιδος masc/fem acc sg ῥιψάσπιδος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ῥιψάσπιδα — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc sg ῥιψάσπιδος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)